- Κενταύρου
- Κένταυροςbrigandsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εγγύτατος του Κενταύρου — (Αστρον.). Αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ο πλησιέστερος (4,3 έτη φωτός) στη Γη. Βλ. λ. Κένταυρος … Dictionary of Greek
Ωμέγα Κενταύρου — (Αστρον.) Σφαιρικό σμήνος αστέρων από τα πλέον κοντινά και λαμπρότερα. Bρίσκεται σε απόσταση 22.000 ετών φωτός και είναι ορατό με γυμνό μάτι. Kατεγράφη ως αστέρας 4ου μεγέθους και από τον Πτολεμαίο. Μεσουρανεί στον ορίζοντα της Αττικής στις 9… … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
CENTAURUS — nomen navis sic dictae, quod Centauri habuerit insigne. Virg. Aen. l. 5. v. 122. Centauro invehitur magnâ: Ubi Servius ait subaudiri debere naris. Hinc adiectivum Centaureus. Horat. l. 1. Carm. Od. 18. v. 7. At ne quis modici transiliat munera… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιπποκράτωρ — Ἱπποκράτωρ, ορος, ὁ (Α) ο αστερισμός τού Κενταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. κοσμο κράτωρ, τριαινο κράτωρ] … Dictionary of Greek
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
εχένταυρος — ἐχένταυρος, ὁ (Μ) πιθ. είδος θαλασσινού κενταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Συμφυρμός < έχις «έχιδνα» + κένταυρος] … Dictionary of Greek
κενταυρόμορφος — κενταυρόμορφος, ον (Α) (για τη μονοφυσιτική δοξασία) αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ζωό μορφος] … Dictionary of Greek